29 Σεπτεμβρίου 2013

(Θρησκευτικές) απορίες




Μακαριώτατε, πριν λίγες μέρες είχατε πει: «Τους αγαπούμε αυτούς τους παρείσακτους, αυτούς τους παράνομους που ήρθαν, αλλά να πάνε στην πατρίδα τους. Δεν είναι ρατσιστικό αυτό, πεινά ο λαός μας, δεν θα έχουμε άλλους, αφού ο λαός μας έχει ανάγκη, να παν στη δική τους πατρίδα και να αναλάβουν την υποχρέωση οι συμπατριώτες τους, η κυβέρνησή τους και όχι η δική μας η κυβέρνηση».

Μακαριώτατε, αναρωτιέμαι πώς αυτή σας η δημόσια τοποθέτηση συνάδει με τον λόγο του Ευαγγελίου και το μήνυμα της αγάπης. Επιτρέψτε μου να γίνω συγκεκριμένος και να σας θυμίσω το εξής απόσπασμα από το Λευιτικόν, το οποίο κι εγώ μόλις πρόσφατα έμαθα: “Εὰν δέ τις προσέλθῃ ὑμῖν προσήλυτος ἐν τῇ γῇ ὑμῶν, οὐ θλίψετε αὐτόν ὡς ὁ αὐτόχθων ἐν ὑμῖν ἔσται ὁ προσήλυτος ὁ προσπορευόμενος πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἀγαπήσεις αὐτὸν ὡς σεαυτόν, ὅτι προσήλυτοι ἐγενήθητε ἐν γῇ Αἰγύπτῳ· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν”. Είμαι βέβαιος ότι εσείς αποκλείεται να το ξεχάσατε, ύστερα από 50 χρόνια ιεροσύνης.

Μακαριώτατε, δεν τηρώ τη θρησκευτική ζωή που επιτάσσει η Εκκλησία μας, αλλά πρέπει να σας πω ότι κάτι τέτοιες περικοπές αποτυπώνουν τις πεποιθήσεις μου και με συγκινούν. Αν ένας ξένος έρθει στη χώρα μας, να τον υποδεχθούμε και να τον μεταχειριστούμε σαν να ήταν αυτός συμπατριώτης μας γιατί κι εμείς κάπου αλλού παλαιότερα, ξένοι υπήρξαμε σε ξένη χώρα. Αναρωτιέμαι πώς συμβιβάζεται ο λόγος του Θεού, όπως καταγράφεται στην Αγία Γραφή, με τη δημόσια τοποθέτησή σας κι αν θα θέλατε σύντομα να αναθεωρήσετε.

Μακαριώτατε, όσο θα σκέφτεστε τα πιο πάνω, θα ήθελα να ρωτήσω, επίσης, πώς συμβαδίζει η επιχειρηματική δραστηριότητα της Εκκλησίας με το δίδαγμα του Ευαγγελίου. Επιτρέψτε μου να γίνω συγκεκριμένος και να σας θυμίσω το εξής απόσπασμα από το κατά Ιωάννην, όπου οι έμποροι στον Ναό έχουν μια… ενδιαφέρουσα συνάντηση με τον Ιησού: “καὶ εὗρεν ἐν τῷ ἱερῷ τοὺς πωλοῦντας βόας καὶ πρόβατα καὶ περιστεράς, καὶ τοὺς κερματιστὰς καθημένους καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας, καὶ τῶν κολλυβιστῶν ἐξέχεε τὸ κέρμα καὶ τὰς τραπέζας ἀνέστρεψε.”

Μακαριώτατε, η κυπριακή Εκκλησία έχει εξελιχθεί σε έναν κακόφημο οργανισμό. Εσείς θα ξέρετε πολλά από τα ανομήματα των ανθρώπων που τάχθηκαν να την υπηρετούν… Η οικονομική δραστηριότητά της έχει επισκιάσει στον δημόσιο βίο την πρωταρχική αποστολή της, η εικόνα που εκπέμπουν κάποιοι από τους προβεβλημένους ιεράρχες της είναι σε δυσαρμονία με το μήνυμα ζωής της, η επιθυμία για την άσκηση με άμεσο ή έμμεσο τρόπο κοσμικής εξουσίας μοιάζει ακόρεστη και ο επικεφαλής της προτιμά να παρεμβαίνει δημόσια για τις μετοχές της Τράπεζας Κύπρου, τη διάσωση της Ελληνικής Τράπεζας και για να υποστηρίξει θέσεις ενός ακραίου, μισαλλόδοξου και φανατισμένου μορφώματος.

Μακαριώτατε, το ξέρετε κι εσείς: ζούμε σε μια χώρα όπου το αυτονόητο είναι το πρώτο θύμα κάθε συζήτησης. Ωστόσο, επιτρέψτε μου να επιμείνω στα απλά: Ποιος είστε; Ποια η αποστολή της Εκκλησίας στη σύγχρονη Κύπρο; Ποιου οργανισμού επιθυμείτε να ηγείστε; Ποιο θα θέλατε να είναι το ηθικό στίγμα της υστεροφημίας σας; Ποιο είναι το πνευματικό μήνυμα που θέλετε να στείλετε στον κόσμο που θέλει να σας ακούσει;

22 Σεπτεμβρίου 2013

Ελλάδα




Με την τέχνη του Παύλου

Ήταν πολλοί με μπλούζες μαύρες κι επιγραφές,
άκου, ρε φίλε μου, αρχαιοελληνικές.
Μα εσύ τις κάφρικες τις ιδέες τους τις έφτυνες
και με τους στίχους σου την κόλαση τους έριχνες,
μέσα στο Πέραμα κι ύστερα Κερατσίνι
πίστευες μόνο «κοινωνική δικαιοσύνη».

Σε μια πατρίδα που κάθε μέρα
όλο και πιο βαθιά βυθίζεται μες τη χολέρα
του ναζισμού, του φασισμού
του πιο απόλυτου και βάρβαρου μισανθρωπισμού.

Που βλέπει ξένους κι όλο εχθρούς
παρουσιάζει στους ανθρώπους της
μόνο φανταστικούς,
για να μπορεί να τρέχει αίμα.
«Αίμα – τιμή – χρυσή αυγή»
όλοι οι φασίστες, τα μπατσόνια κι οι νεοναζί
δουλεύουνε μαζί.

Και όλα αυτά, για εκείνους ήτανε γιορτή.
Σε κάθε λήξη, στέκονταν προσοχή
και με το χέρι υψωμένο
λέγαν έναν ύμνο παραποιημένο.

Σε γνωρίζω από την κόψη
του μαχαιριού τη θανατερή.
Σε γνωρίζω από την όψη
την αρειοφυλική.

Με το αίμα βαμμένη
του Παύλου Φύσσα σάρκα σκισμένη
και σαν πρώτα «αντρειωμένοι»
 - τώρα κρυμμένοι
μέσα στον όχλο
χρυσαυγήτες γυμνασμένοι.

Μα, άκου αδελφέ μου,
Εκεί που πας, ένα να ξέρεις
Ότι την τέχνη, το τραγούδι σου
κι ό,τι πιστεύεις
είναι και άλλοι,
ηλιθίως μέχρι σήμερα
πολύ σιωπηλοί,
που τις πιστέψαν και τις ακούνε
και μες τον κόσμο ίσως μια μέρα
μόν’ αγάπη θα υπακούνε.

Για το ταξίδι που κινάς,
Ένα να ξέρεις, ένα να πεθυμάς,
πως εσύ κι εγώ
θα τους φωνάζουμε για πάντα:
«σιγά μη φοβηθώ».


15 Σεπτεμβρίου 2013

Θηριωδία, μνήμη, συμφιλίωση

-->




Τον Ιούνιο του 1944, τα SS προσέθεταν ένα ακόμη επεισόδιο στον μακρύ κατάλογο των θηριωδιών τους, καταστρέφοντας ολοκληρωτικά το γαλλικό χωριό Oradour-sur-Glane στη Γαλλία. Είχαν προηγηθεί κι άλλες φρικτές πράξεις, όπως η εκθεμελίωση του χωριού της Κανδάνου στην Κρήτη και η δολοφονία περίπου 180 κατοίκων της. Στις 10 Ιουνίου 1944, λοιπόν, 642 άτομα, ανάμεσά τους και 247 παιδιά, δολοφονήθηκαν στο αλσατικό χωριό. Ήταν μια πράξη βαρβαρότητας, που κουβαλούσε το στίγμα του ακριβώς αντίθετου με τη λογική και την ανθρωπιά. Πριν λίγες μέρες, ο γερμανός Πρόεδρος επισκέφθηκε το χωριό σε μια κίνηση που εμφορούνταν από την πρόθεση να ζητηθεί συγγνώμη, να αναγνωριστεί η πράξη και τα θύματά της και να δοθεί μια δημόσια απολογία για το περιστατικό αυτό.



Τις ίδιες περίπου μέρες, μια άλλη είδηση, από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, προσγειώθηκε στον υπολογιστή μου: η Εθνική Ένωση Δικαστών της Χιλής ζήτησε συγγνώμη για τις ενέργειες των μελών της κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας του Πινοσέτ, παραδεχόμενη ότι την εποχή εκείνη οι δικαστές είχαν απεκδυθεί, τον βασικό τους ρόλο στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η δικτατορία είχε αφήσει πίσω της χιλιάδες νεκρούς και εξαφανισμένους αντιφρονούντες ή άτομα που θεωρήθηκαν από το καθεστώς ως εσωτερικοί εχθροί.



Ο κόσμος μας εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να είναι σκληρός, βάρβαρος, απάνθρωπος, βίαιος. Η μεταπολεμική ευφορία που έφερε την άνοδο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την κατοχύρωσή τους σε οικουμενικό και περιφερειακό επίπεδο ακολουθήθηκε από τις διαδοχικές δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής, τη διατήρηση του απαρτχάιντ και τους ολοκληρωτισμούς κάθε χρώματος που συνέτριψαν εκατομμύρια ζωές στις μυλόπετρές τους.



Ο δικός μας τόπος δεν αποτέλεσε εξαίρεση: για δεκαετίες η διακοινοτική σύγκρουση και η τουρκική εισβολή άφησαν πίσω χιλιάδες θύματα, τραύματα σε δύο γενιές ανθρώπων, εκατοντάδες αγνοούμενους, που όλο και πιο συχνά τελευταία ανακαλύπτονται με σαφείς ενδείξεις ότι εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. Η αντιπαλότητα κρατά για χρόνια, ή για να το πω με τον γλαφυρό τρόπο που το απέδωσε κάποιος άλλος για να εξηγήσει την αδυναμία επίλυσης του Κυπριακού: «έτρεξε πολύ αίμα ανάμεσά μας». Περί τούτου καμιά αμφιβολία: το νησί μας είναι γεμάτο από αγάλματα, μνημεία και πλάκες για τους πεσόντες, τους μάρτυρες και τους αγωνισθέντες, που δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις την πικρή γεύση της ιστορίας του.



Δεν υπάρχει όμως κανένα μνημείο, καμιά πλατεία και κανένας δημόσιος χώρος που να είναι αφιερωμένος στην ειρήνη, στη συμφιλίωση και στην υπόσχεση του «ποτέ ξανά». Η μνήμη εδώ κατευθύνεται μόνο στη διαιώνιση του πόνου, στη θεμελίωση της έχθρας και στην εμπέδωση της πεποίθησης ότι δεν είναι εφικτή η συνύπαρξη, βασισμένη στην ισοτιμία, στην αξιοπρέπεια και στην αναγνώριση του πόνου του άλλου. Για πολλά χρόνια η κρατική πολιτική και η κοινωνική καθημερινότητα ήταν στημένες πάνω σε αυτές τις αρνήσεις, σπρώχνοντάς μας όλο και πιο βαθιά να χωθούμε στα χαρακώματα που οι ίδιες είχαν σκάψει.



Προέρχομαι από μια γενιά της οποίας οι πατεράδες πλήρωσαν βαρύ τίμημα για τον πολιτικό μυωπισμό των ελίτ των περασμένων δεκαετιών – το αίμα που έτρεξε ανάμεσά μας, ανήκει εν μέρει και σε μένα. 39 χρόνια μετά το 1974, 50 μετά το 1963, 55 μετά το 1958 και ένας θεός ξέρει πόσα άλλα από τις εκάστοτε συγκρούσεις και τα θύματα που άφηναν πίσω, θα ήθελα να ανήκω στη γενιά που θα κλείσει τον κύκλο του αίματος και θα σταθεί πάνω από τα απομεινάρια των τουρκοκυπριακών χωριών και τους ελληνοκυπριακούς τάφους ή τα απομεινάρια των ελληνοκυπριακών χωριών και τους τουρκοκυπριακoύς τάφους, με πρόθεση απολογίας, ευθύνης, αναγνώρισης, μα πιο πολύ πίστης ότι τα δικά μας χέρια θα μείνουν καθαρά. Ελπίζω πως έχουμε ακόμα –λίγο– χρόνο για να το καταφέρουμε. Οι άλλοι μπόρεσαν, εμείς γιατί όχι;

8 Σεπτεμβρίου 2013

Άνευ βεβαιότητας



Κι έτσι, πριν ο μεταφορικός κόκορας λαλήσει, το καλοκαίρι σού έχει γυρίσει την πλάτη τρεις φορές και ακούς την πόρτα της εξόδου να τρίζει με έναν ήχο αποχαιρετισμού. Ε, τι γίνεται εδώ; Μένει αναπάντητη η διαμαρτυρία κι αναρωτιέσαι πότε πέρασαν οι ώρες, οι μέρες, τα επίμονα τριζόνια και η ισοπεδωτική ζέστη του μεσημεριού. Μικραίνουν οι μέρες, μεγαλώνει η κίνηση στον δρόμο, όλοι επιστρέφουν στα σπίτια τους κι οι συζητήσεις έχουν περισσότερες κατακλείδες και λιγότερους μέλλοντες διαρκείας. Είναι η ώρα που σκέφτεσαι από μέσα σου ότι –πάλι– δεν πρόλαβες να πεις αυτό που ήθελες, να αφηγηθείς τη δική σου εκδοχή και να νιώσεις τα μάτια των άλλων συγκεντρωμένα πάνω σου. Α, τώρα είναι η ώρα για να τραβήξεις τον μακρύ δρόμο του φθινοπώρου, ξέρεις, με τον αέρα, το ψιλόβροχο, τα θαμπά φώτα στους δρόμους, τη μαύρη μπίρα και τις Κυριακές τα βράδια στον όμιλο για σινεμά. Ας είναι, ας θυμάσαι το ξόδεμα και την αναβολή για να μην σου ξανασυμβούν, για να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά βράδυ-πρωί, μην τυχόν και βαδίσεις με άγνοια ή, χειρότερα, με αμνησία στον ίδιο δρόμο, μόνο και μόνο για να συναντήσεις έναν γνώριμο τοίχο. Οι παλιές σημειώσεις σκόρπιες στο γραφείο, μερικά μηνύματα σε εκκρεμότητα και τα αδιάβαστα βιβλία στη βιβλιοθήκη, που μια ψυχούλα μου είπε προχθές ότι απ’ αυτά χαρακτηριζόμαστε κι όχι από αυτά που διαβάσαμε ήδη. Ίσως – ίσως κι όχι. Ποιος ξέρει; Αυτές τις μέρες θα πουλούσα σχεδόν οτιδήποτε για μια υποψία βεβαιότητας ή, έστω, καθαρής υπόσχεσης. Και λέω σχεδόν οτιδήποτε γιατί από μια περίεργη κοινωνική μηχανική ή μαζική ψυχολογία μου έχει περαστεί το μήνυμα να κρατάω και λίγο πίσω, μια μαγιά για μετά, κάτι λίγο για μένα μιας και ποτέ δεν ξέρεις... Νά ξανά η έλλειψη βεβαιότητας, που βρίσκει τρόπο να μπαίνει από την πίσω πόρτα των λογισμών. Ενδεχομένως να είναι και η απουσία μιας μεγάλης προσδοκίας ή ο φόβος να παραδεχθείς ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό σου πως έχεις πράγματι μια τέτοια. Ας πούμε, να σταθείς με ανοιχτά τα χέρια, σαν να ετοιμάζεσαι να αγκαλιάσεις κάποιον και να περιμένεις εκείνο το αίσθημα της πλήρωσης. Κι ο φόβος του κενού να σε βαραίνει ένα καντάρι τη φορά περισσότερο. «Λίγο είναι», λες, «με παίρνει», μέχρι που μια μέρα η παλιά σου δύναμη σε έχει εγκαταλείψει και δεν είναι η ώρα τώρα να βρούμε το γιατί και το πώς. Μόνο η απορία παραμένει κι όσα ανομολόγητα έχεις κουβαλήσει μέχρι εδώ και τώρα σου φαίνονται άχρηστα μπαγκάζια. Από κάπου μακριά έρχεται μια μυρωδιά βρεγμένου χώματος. Το μυρίζεις;


1 Σεπτεμβρίου 2013

Παρακμή




Νομίζω δεν χωράει πια καμιά αμφιβολία: διανύουμε μια παρατεταμένη περίοδο παρακμής και σήψης, που προχωράει άλλοτε με βραδείς κι άλλοτε με ταχείς ρυθμούς. Τα θολά νερά του δημόσιου βίου μας, μια έννοια που για τις ανάγκες αυτού του κειμένου περιέχει κάθε πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο (ή την απουσία αντίδρασης), λερώνουν ακόμα και τους πιο ανυποψίαστους περαστικούς.

Αυτές τις μέρες πολλά, μικρά και μεγάλα, διεκδικούν την προσοχή μου. Πολλές φορές αποπειρώμαι να τα ερμηνεύσω συστηματικά, να τα κατανοήσω δηλαδή ως μέρος μιας συνολικής κατάστασης πραγμάτων και όχι ως αδιάφορες τυχαιότητες. Ένα από τα πιο αποκαρδιωτικά συμπεράσματα των τελευταίων ημερών συμπυκνώνεται στη διαπίστωση ότι ακόμα και στις σημερινές συνθήκες το πλέον κυνικό παιχνίδι εξουσίας κρατάει καλά. Την ίδια ώρα η κοινωνία μας μοιάζει αδύναμη να βρει μέσα της σοβαρές και μετρήσιμες δυνάμεις ανανέωσης και αλλαγής.

Οι διεργασίες για την επόμενη μέρα στην Τράπεζα Κύπρου, οι επιλήψιμες σχέσεις ορισμένων πολιτικών με μερίδα του οικονομικού κατεστημένου, η εξόφθαλμη διαπλοκή που συναντάει κανείς, η στοχοποίηση πολιτικών προσώπων, η οπισθοδρόμηση στον τομέα της παιδείας και η ολοκληρωτική παράδοση της εκπαίδευσης σε θρησκευτικούς αναχρονισμούς, η υπεράσπιση των μικρών βασιλείων στη δημόσια υπηρεσία, το ηθικό τέλμα που βιώνουμε στο Κυπριακό, η αλληλοεπίρριψη ευθυνών από όσους είχαμε εμπιστευθεί να χειρίζονται έντιμα τις θέσεις ευθύνης τους, η απουσία σοβαρής κοινωνικής αντίδρασης και άλλα που θα καταλάμβαναν πολύ χώρο, αν απαριθμούνταν, αποτελούν τα συμπτώματα και τις διαφορετικές πτυχές της συνεχιζόμενης παρακμής μας.

Απέναντι σε όλα αυτά είναι δύσκολο, αν όχι ανέφικτο, να αντιτάξεις κάτι, να προβάλεις αντίσταση. Φωνάζεις, καταντώτας γραφικός, σωπαίνεις, κι αποσύρεσαι στην ιδιωτεία του προσωπικού και οικογενειακού βίου. Κανείς δεν θα αλλάξει τον τόπο, αφού κανείς δεν έχει κίνητρο, λόγο, τρόπο και συνοδοιπόρους. Ορισμένες φορές διαπιστώνω ότι παραδόξως οι πολλοί μοιάζουν ευχαριστημένοι με το μικρό “κάτι” τους κι ότι αυτό πολεμούν να υπερασπιστούν και να το αυγατίσουν. Άλλοι, πάλι, καίγονται για εξόδους σε νέα στέκια, άλλοι ψάχνουν το γρήγορο κι εύκολο χρήμα κι άλλοι κάθονται αυτάρεσκα στη βεράντα του ιδιόκτητου σπιτιού τους, με την ψευδαίσθηση ότι ο κόσμος μπορεί να καεί, εκτός από τα 200 τετραγωνικά μέτρα της κατοικίας τους. Κι όμως, οι μικροαστικές αυταπάτες αυτού του είδους, ζωτικές και διάχυτες στην καθημερινή ζωή μας, έρχονται σε φανερή αντίφαση με τον ηθικίστικο τόνο που συνοδεύει μερικές από τις συλλογικές συμπεριφορές μας, όπως η συλλογή τροφίμων σε συναυλίες και ο καθωσπρεπισμός στις πολιτικές επιλογές και δηλώσεις, όπως η επίκληση της ενότητας με κάθε αφορμή.

Αναρωτιέμαι αν είναι αναστρέψιμη μια τέτοια πορεία, ποιες κοινωνικές συνθήκες απαιτούνται για ένα τέτοιο εγχείρημα, κατά πόσον υπάρχει χρόνος για να επενδυθεί σε μια τέτοια απόπειρα και αν στο τέλος θα μπορούμε βάσιμα να ελπίζουμε ότι αυτή η προσπάθεια θα είχε ως αποτέλεσμα αυτό το κάτι διαφορετικό που ακούω κάποιες φορές να σιγοψιθυρίζεται στις παρέες…